βουνιά

βουνιά
η помёт крупного рогатого скота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βουνιά" в других словарях:

  • βουνιά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 23 κάτ.) της Πάρου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκών του νομού Κυκλάδων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 44 κάτ.) της Πάρου. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • βουνιά — η η κοπριά του βοδιού και άλλων κατοικίδιων ζώων: Παλαιότερα οι βουνιές χρησιμοποιούνταν για λίπασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβουνιά — η, Ν η βουνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουνιά (< βοῦς «βόδι») με προθετικό σ (πρβλ. κόνις > σκόνη)] …   Dictionary of Greek

  • αβούνιαστος — η, ο [βουνιάζω] αυτός που δεν λιπάνθηκε με κοπριά ζώου (βουνιά) …   Dictionary of Greek

  • αλογοβουνιά — η κοπριά αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + βουνιά] …   Dictionary of Greek

  • τράφος — Μικρό νησί στη νοτιότερη ακτή της Κρήτης, κοντά στον κόλπο Καλοί Λιμνιώνες. * * * ο / τράφος, ἡ, ΝΜΑ τάφρος νεοελλ. 1. ανάχωμα κατά μήκος τάφρου από το χώμα που έχει εκσκαφεί 2. περίβολος από πέτρες χωρίς κονίαμα, ξερολιθιά 3. (στον Ερωτόκρ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»